θωριά — η 1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία 2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του β. [για πράγμα] ξεθώριασε) 3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να… … Dictionary of Greek
θωριά — η 1. όψη: Έχει αλήθεια ωραία θωριά (Σολωμός). 2. χρώμα προσώπου ή πράγματος: Έχασε τη θωριά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωριάζω — [θωριά] βάζω χρώμα, χρωματίζω, συνδυάζω χρωματισμούς … Dictionary of Greek
αλλαξοθωριάζω — αλλάζω θωριά, μεταβάλλω μορφή, όψη, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θωριά] … Dictionary of Greek
θωριακός — ή, ό (Μ θωριακός, ή, όν) [θωριά] νεοελλ. (για πράγμα) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο ζωηρό χρωματισμό, ωραίες αποχρώσεις μσν. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση, ωραία θωριά. επίρρ... θωριακά με ωραίο χρωματισμό, με… … Dictionary of Greek
Элиан греческий писатель — (лат. Aelianus, греч. Αίλιανός с прозвищем ταχτιχός) греческий военный писатель, родом, по всей вероятности, грек, жил в Риме при императорах Траяне и Адриане около 98 138 г. после Р. Х. Он написал посвященное имп. Адриану сочинение Ταχτιχη… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Элиан — (лат. Aelianus, греч. Αίλιανός с прозвищем ταχτιχός) греческий военный писатель, родом, по всей вероятности, грек, жил в Риме при императорах Траяне и Адриане около 98 138 г. после Р. Хр. Он написал посвященное имп. Адриану сочинение Ταχτιχη… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αγριοθώρητος — η, ο άγριος στη θωριά, στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγριοθεώρητος] … Dictionary of Greek
αγριόθωρος — η, ο (MN) 1. αγριοθώρητος* αυτός που κοιτάζει κάποιον με βλοσυρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγριος + θωριά] … Dictionary of Greek
αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek