θωριά

θωριά
η
1) вид, внешность; 2) цвет;

τό φόρεμα έχασε την θωριά του — платье выцвело;

απ' το φόβο έχασε την θωριά του — он изменился в лице от страха;

3) взгляд, взор;

§ άλλο είν' η θωριά, και άλλο είν' η καρδιά — погов, внешность обманчива


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θωριά" в других словарях:

  • θωριά — η 1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία 2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του β. [για πράγμα] ξεθώριασε) 3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να… …   Dictionary of Greek

  • θωριά — η 1. όψη: Έχει αλήθεια ωραία θωριά (Σολωμός). 2. χρώμα προσώπου ή πράγματος: Έχασε τη θωριά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωριάζω — [θωριά] βάζω χρώμα, χρωματίζω, συνδυάζω χρωματισμούς …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοθωριάζω — αλλάζω θωριά, μεταβάλλω μορφή, όψη, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θωριά] …   Dictionary of Greek

  • θωριακός — ή, ό (Μ θωριακός, ή, όν) [θωριά] νεοελλ. (για πράγμα) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο ζωηρό χρωματισμό, ωραίες αποχρώσεις μσν. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση, ωραία θωριά. επίρρ... θωριακά με ωραίο χρωματισμό, με… …   Dictionary of Greek

  • Элиан греческий писатель — (лат. Aelianus, греч. Αίλιανός с прозвищем ταχτιχός) греческий военный писатель, родом, по всей вероятности, грек, жил в Риме при императорах Траяне и Адриане около 98 138 г. после Р. Х. Он написал посвященное имп. Адриану сочинение Ταχτιχη… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Элиан — (лат. Aelianus, греч. Αίλιανός с прозвищем ταχτιχός) греческий военный писатель, родом, по всей вероятности, грек, жил в Риме при императорах Траяне и Адриане около 98 138 г. после Р. Хр. Он написал посвященное имп. Адриану сочинение Ταχτιχη… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αγριοθώρητος — η, ο άγριος στη θωριά, στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγριοθεώρητος] …   Dictionary of Greek

  • αγριόθωρος — η, ο (MN) 1. αγριοθώρητος* αυτός που κοιτάζει κάποιον με βλοσυρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγριος + θωριά] …   Dictionary of Greek

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»